- Πυθοδώρου
- Πυθόδωροςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
Αχαιός — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθικό πρόσωπο, γενάρχης και ήρωας των Αχαιών, γιος του Ξούθου (γιου του Έλληνα) και της θυγατέρας του Ερεχθέα, Κρέουσας (Απολλόδ. Α’ 7,3 και Στραβ. Η’ 383). Σύμφωνα με άλλες εκδοχές ήταν γιος του… … Dictionary of Greek
Κλειτοφών — (4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός, γιος του Αριστόδημου. Αντιτάχθηκε στο ψήφισμα του Πυθοδώρου, στη μεταπολίτευση του 411 π.Χ., και συνέβαλε στην επαναφορά των νόμων του Κλεισθένη. Έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις για τη μεταρρύθμιση του… … Dictionary of Greek